προσυλλαμβάνω

προσυλλαμβάνω
(αόρ. προσυνέλαβον) μετ. подвергать предварительному аресту; задерживать, арестовывать (во избежание чего-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "προσυλλαμβάνω" в других словарях:

  • προσυλλαμβάνω — ΝΜΑ συλλαμβάνω κάποιον ή κάτι πριν από κάποιον άλλο ή εκ τών προτέρων …   Dictionary of Greek

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»